συσταλτότητα

συσταλτότητα
η, Ν
1. η ιδιότητα τού συσταλτού
2. φυσιολ. η ιδιότητα όλων τών ζωντανών ζωικών ιστών, ιδίως τών μυϊκών, να συστέλλονται και να αλλάζουν σχήμα υπό την επίδραση κατάλληλου ερεθίσματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συσταλτός. Η λ. αποτελεί απόδοση ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. contractility, γαλλ. contractilite)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κύτταρο — Η μικρότερη οργανωμένη μονάδα ζωής, η οποία είναι ικανή να ζήσει και να αναπαραχθεί από μόνη της. Όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί, από τα βακτήρια μέχρι τα πιο πολύπλοκα φυτά και ζώα, αποτελούνται από κ.· τα βακτήρια, τα πρωτόζωα, ορισμένοι μύκητες… …   Dictionary of Greek

  • αναλύσεις, κλινικές — Μορφολογικές, φυσικές, χημικές και βιολογικές εξετάσεις, που γίνονται σε ιστούς, εκκρίματα, απεκκρίματα ή παθολογικά προϊόντα του οργανισμού, με σκοπό να οδηγηθεί ο γιατρός στη σωστή διάγνωση, στον καθορισμό της βαρύτητας και στην παρακολούθηση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”