- συσταλτότητα
- η, Ν1. η ιδιότητα τού συσταλτού2. φυσιολ. η ιδιότητα όλων τών ζωντανών ζωικών ιστών, ιδίως τών μυϊκών, να συστέλλονται και να αλλάζουν σχήμα υπό την επίδραση κατάλληλου ερεθίσματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < συσταλτός. Η λ. αποτελεί απόδοση ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. contractility, γαλλ. contractilite)].
Dictionary of Greek. 2013.